ίσα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ίσα ανάλογα με τη σημασία του :
- ευθεία < ίσια < ίσιος < μεσαιωνική ελληνική ισιάζω < αρχαία ελληνική ἰσάζω (καθιστώ ίσο) < ἴσος (με το οποίο όμως αυτό το ίσα έχει διαφοροποιηθεί εννοιολογικά)
- ναυτικός όρος < βενετική issa < λατινική issare (μεταφέρω, υψώνω)
- με ίσο τρόπο < ίσος < αρχαία ελληνική ἴσος
Επίρρημα
ίσα
Εκφράσεις
- ίσα κι όμοια: φράση που χρησιμοποιείται κατά κανόνα ερωτηματικά ή αρνητικά ("Δεν είμαστε ίσα κι όμοια" ή "Ίσα κι όμοια είμαστε;") και υποδηλώνει ότι στη σύγκριση κάποιος είναι σημαντικά ανώτερος από τον ή τους άλλους
- ίσα-ίσα :
- αρκεί μετά βίας, οριακά, ακριβώς
- Το παντελόνι του φτάνει ίσα-ίσα : είναι μόλις ίσο με το σώμα του
- Τα λεφτά φτάνουν ίσα-ίσα για το νοίκι : αυτά που έχω είναι ίσα με το ενοίκιο, φτάνουν τσίμα τσίμα
- απεναντίας, αντιθέτως
- Να φύγω από τώρα; Ίσα-ίσα που εγώ θέλω να μείνω ως τα χαράματα!
- αρκεί μετά βίας, οριακά, ακριβώς
- έρχεται στα ίσα του : αποκαθίσταται κάτι, διορθώνεται, ισορροπεί, επανέρχεται σε ομαλή, κανονική πορεία
Επιφώνημα
ίσα
- (οικείο) (μεταφορικά) άντε από 'δώ, φύγε (πιθανόν "τράβα ίσα από 'δω και χάσου" ή "πρόσεχε, έλα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ίσα, πληθ. ουδετέρου του επιθέτου ίσος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ίσα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.