ίσα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ίσα ανάλογα με τη σημασία του :
  1. ευθεία < ίσια < ίσιος < μεσαιωνική ελληνική ισιάζω < αρχαία ελληνική ἰσάζω (καθιστώ ίσο) < ἴσος (με το οποίο όμως αυτό το ίσα έχει διαφοροποιηθεί εννοιολογικά)
  2. ναυτικός όρος < βενετική issa < λατινική issare (μεταφέρω, υψώνω)
  3. με ίσο τρόπο < ίσος < αρχαία ελληνική ἴσος

Επίρρημα

ίσα

  1. (οικείο) άλλη μορφή του ίσια, ευθεία
    Τράβα ίσα και θα το δεις στα δεξά σου
  2. (ναυτικός όρος) στά ιστιοφόρα καράβια, πρόσταγμα για να υψωθούν, σηκωθούν τα πανιά και τα άρμπουρα
  3. με ίσο τρόπο, ίση κατανομή, δίκαια
    Χώρισέ τα ίσα να μη μείνει κανείς παραπονεμένος

Εκφράσεις

Επιφώνημα

ίσα

  • (οικείο) (μεταφορικά) άντε από 'δώ, φύγε (πιθανόν "τράβα ίσα από 'δω και χάσου" ή "πρόσεχε, έλα

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ίσα, πληθ. ουδετέρου του επιθέτου ίσος

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ίσα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.