διάκριτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διάκριτος η διάκριτη το διάκριτο
      γενική του διάκριτου της διάκριτης του διάκριτου
    αιτιατική τον διάκριτο τη διάκριτη το διάκριτο
     κλητική διάκριτε διάκριτη διάκριτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διάκριτοι οι διάκριτες τα διάκριτα
      γενική των διάκριτων των διάκριτων των διάκριτων
    αιτιατική τους διάκριτους τις διάκριτες τα διάκριτα
     κλητική διάκριτοι διάκριτες διάκριτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

διάκριτος νεολογισμός < διακριτός με μετακίνηση τόνου < διακρι- + κατάληξη ρηματικού επιθέου -τος
Η λέξη, πρόταση της ΕΛΕΤΟ[1] για τη διάκριση των όρων διακριτός, 'διάκριτος, διακρίσιμος. (δείτε τη Συζήτηση:διάκριτος)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈði̯a.kri.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διάκριτος
τονικό παρώνυμο: διακριτός

Επίθετο

διάκριτος, -η, -ο

  • (τεχνικός όρος) που ξεχωρίζει, ξεχωριστός, διακεκριμένος
    Το φάσμα συχνοτήτων ενός σύνθετου τόνου (π.χ. ενός ήχου από το πιάνο) αποτελείται από ένα σύνολο διάκριτων συχνοτήτων. Η χαμηλότερη από αυτές λέγεται θεμελιώδης, ενώ οι υψηλότερες λέγονται αρμονικές.
    χρειάζεται παράθεμα
    ΣτΕ: Χρειάζονται 3 παραθέματα όπως στο Βικιλεξικό:Κριτήρια συμπερίληψης για χρήση του όρου σε πραγματικά κείμενα, εκτός από την ΕΛΕΤΟ και τον ΟΤΕ.

Πολυλεκτικοί όροι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Άρθρο "Άλλο «διάκριτος» άλλο «διακριτός»" pdf@eleto.gr, περιοδικό Ορόγραμμα, αρ.74 (Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2005), σελ.4, με υπογραφή «Κ.Β.»

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.