διάκριτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διάκριτος | η | διάκριτη | το | διάκριτο |
| γενική | του | διάκριτου | της | διάκριτης | του | διάκριτου |
| αιτιατική | τον | διάκριτο | τη | διάκριτη | το | διάκριτο |
| κλητική | διάκριτε | διάκριτη | διάκριτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διάκριτοι | οι | διάκριτες | τα | διάκριτα |
| γενική | των | διάκριτων | των | διάκριτων | των | διάκριτων |
| αιτιατική | τους | διάκριτους | τις | διάκριτες | τα | διάκριτα |
| κλητική | διάκριτοι | διάκριτες | διάκριτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈði̯a.kri.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐ά‐κρι‐τος
- τονικό παρώνυμο: διακριτός
Επίθετο
διάκριτος, -η, -ο
- (τεχνικός όρος) που ξεχωρίζει, ξεχωριστός, διακεκριμένος
- ↪ Το φάσμα συχνοτήτων ενός σύνθετου τόνου (π.χ. ενός ήχου από το πιάνο) αποτελείται από ένα σύνολο διάκριτων συχνοτήτων. Η χαμηλότερη από αυτές λέγεται θεμελιώδης, ενώ οι υψηλότερες λέγονται αρμονικές.
- → χρειάζεται παράθεμα
ΣτΕ: Χρειάζονται 3 παραθέματα όπως στο Βικιλεξικό:Κριτήρια συμπερίληψης για χρήση του όρου σε πραγματικά κείμενα, εκτός από την ΕΛΕΤΟ και τον ΟΤΕ.
Πολυλεκτικοί όροι
- διάκριτη συχνότητα
- διάκριτο εξάρτημα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη διακρίνω
Αναφορές
- Άρθρο "Άλλο «διάκριτος» άλλο «διακριτός»" pdf@eleto.gr, περιοδικό Ορόγραμμα, αρ.74 (Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2005), σελ.4, με υπογραφή «Κ.Β.»
Πηγές
- Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.
Πλητκρολογούμε «διακριτος», Αναζήτηση με «ελληνικός όρος»
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.