διακοσμούμαι

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ði̯a.koˈzmu.me/ & /ðʝa.koˈzmu.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διακοσμούμαι
ομόηχο: διακοσμούμε

Ρήμα

διακοσμούμαι, π.αόρ.: διακοσμήθηκα, μτχ.π.π.: διακοσμημένος, (ενεργ.: διακοσμώ)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.