διακοσμήτρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διακοσμήτρια οι διακοσμήτριες
      γενική της διακοσμήτριας των διακοσμητριών
    αιτιατική τη διακοσμήτρια τις διακοσμήτριες
     κλητική διακοσμήτρια διακοσμήτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διακοσμήτρια < διακοσμητής + -τρια < διακοσμώ + -τής ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική décoratrice)

Ουσιαστικό

διακοσμήτρια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.