διακοσμητική
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διακοσμητική | οι | διακοσμητικές |
| γενική | της | διακοσμητικής | των | διακοσμητικών |
| αιτιατική | τη | διακοσμητική | τις | διακοσμητικές |
| κλητική | διακοσμητική | διακοσμητικές | ||
| ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος | ||||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διακοσμητική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου διακοσμητικός
Μεταφράσεις
διακοσμητική
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.