διαθεματικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαθεματικότητα οι διαθεματικότητες
      γενική της διαθεματικότητας των διαθεματικοτήτων
    αιτιατική τη διαθεματικότητα τις διαθεματικότητες
     κλητική διαθεματικότητα διαθεματικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διαθεματικότητα < διαθεματικός + -ότητα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική intersubjectivity)

Προφορά

ΔΦΑ : /ði.a.θe.ma.tiˈko.ti.ta/ & /ðʝa.θe.ma.tiˈko.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διαθεματικότητα ή διαθεματικότητα

Ουσιαστικό

διαθεματικότητα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.