διαθεματικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διαθεματικότητα | οι | διαθεματικότητες |
| γενική | της | διαθεματικότητας | των | διαθεματικοτήτων |
| αιτιατική | τη | διαθεματικότητα | τις | διαθεματικότητες |
| κλητική | διαθεματικότητα | διαθεματικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διαθεματικότητα < διαθεματικός + -ότητα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική intersubjectivity)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði.a.θe.ma.tiˈko.ti.ta/ & /ðʝa.θe.ma.tiˈko.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐θε‐μα‐τι‐κό‐τη‐τα ή δια‐θε‐μα‐τι‐κό‐τη‐τα
Ουσιαστικό
διαθεματικότητα θηλυκό
- (νεολογισμός) η θεματική (ανά θέματα) προσέγγιση της γνώσης κι όχι ανά συγκεκριμένους επιστημονικούς κλάδους (π.χ. το θέμα «νερό» μπορεί να προσεγγιστεί μέσω της λογοτεχνίας, της φυσικής, της χημείας κ.λπ.)
- ※ Με βιβλία σε… δόσεις προβλέπεται ότι θα εφαρμοσθεί το πολυδιαφημισμένο σχέδιο του υπουργείου Παιδείας για τη διαθεματικότητα των προγραμμάτων σπουδών στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
- Αλλαγή βιβλίων σε δόσεις, Η Καθημερινή, 16 Ιουλίου 2003
- ※ Με βιβλία σε… δόσεις προβλέπεται ότι θα εφαρμοσθεί το πολυδιαφημισμένο σχέδιο του υπουργείου Παιδείας για τη διαθεματικότητα των προγραμμάτων σπουδών στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Συγγενικά
Μεταφράσεις
διαθεματικότητα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.