θεματικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θεματικός η θεματική το θεματικό
      γενική του θεματικού της θεματικής του θεματικού
    αιτιατική τον θεματικό τη θεματική το θεματικό
     κλητική θεματικέ θεματική θεματικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θεματικοί οι θεματικές τα θεματικά
      γενική των θεματικών των θεματικών των θεματικών
    αιτιατική τους θεματικούς τις θεματικές τα θεματικά
     κλητική θεματικοί θεματικές θεματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

θεματικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

θεματικός

  1. ο σχετικός με ένα θέμα, ένα αντικείμενο υπό διαπραγμάτευση
    θεματικές ενότητες
  2. ο σχετικός με το θέμα, διοικητική διαίρεση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας
    ο θεματικός στρατός του Ανατολικού

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.