διαβατήριος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαβατήριος η διαβατήρια το διαβατήριο
      γενική του διαβατήριου της διαβατήριας του διαβατήριου
    αιτιατική τον διαβατήριο τη διαβατήρια το διαβατήριο
     κλητική διαβατήριε διαβατήρια διαβατήριο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαβατήριοι οι διαβατήριες τα διαβατήρια
      γενική των διαβατήριων των διαβατήριων των διαβατήριων
    αιτιατική τους διαβατήριους τις διαβατήριες τα διαβατήρια
     κλητική διαβατήριοι διαβατήριες διαβατήρια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

διαβατήριος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διαβατήριος < αρχαία ελληνική διαβατήρια(ουσιαστικό, πληθυντικός) < διαβαίνω < διά + βαίνω

Προφορά

ΔΦΑ : /ði̯a.vaˈti.ɾi.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διαβατήριος

Επίθετο

διαβατήριος

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις διαβαίνω και βαίνω

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.