διαβατήριος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διαβατήριος | η | διαβατήρια | το | διαβατήριο |
| γενική | του | διαβατήριου | της | διαβατήριας | του | διαβατήριου |
| αιτιατική | τον | διαβατήριο | τη | διαβατήρια | το | διαβατήριο |
| κλητική | διαβατήριε | διαβατήρια | διαβατήριο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διαβατήριοι | οι | διαβατήριες | τα | διαβατήρια |
| γενική | των | διαβατήριων | των | διαβατήριων | των | διαβατήριων |
| αιτιατική | τους | διαβατήριους | τις | διαβατήριες | τα | διαβατήρια |
| κλητική | διαβατήριοι | διαβατήριες | διαβατήρια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διαβατήριος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διαβατήριος < αρχαία ελληνική διαβατήρια(ουσιαστικό, πληθυντικός) < διαβαίνω < διά + βαίνω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði̯a.vaˈti.ɾi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐βα‐τή‐ρι‐ος
Επίθετο
διαβατήριος
- που έχει σχέση με τη διάβαση, το πέρασμα από τη ζωή στο θάνατο ή αναφέρεται σε άλλο μεταίχμιο διάβασης ή αλλαγής
- ※ Εν αντιθέσει προς άλλα εμβληματικά διαβατήρια γεγονότα, όπως η γέννηση, η βάπτιση και ο γάμος, ο θάνατος δεν διαθέτει δρώντα πρωταγωνιστή, αλλά στη συνήθη εκδοχή του συνεπάγεται μικρό ή μεγάλο πλήθος τεθλιμμένων δευτεραγωνιστών και τριταγωνιστών ενώπιον ενός ασάλευτου καιμαργωμένου σώματος. (Ανδρέας Γ. Μαρκαντωνάτος, Το πένθος ταιριάζει… στους ανθρώπους, Το Βήμα, 04/04/2019 )
Μεταφράσεις
διαβατήριος
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- διαβατήριος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.