διαβατήρια
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
διαβατήρια ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διαβατήριο
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- διαβατήρια < εννοείται ἱερά < ουδέτερο, πληθυντικός του επιθέτου διαβατήριος
Ουσιαστικό
διαβατήρια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- θυσίες που γίνονταν πριν περάσει κάποιος ένα σύνορο, έναν ποταμό
Πηγές
- διαβατήρια - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διαβατήρια - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.