δρων

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δρων
& δρώντας
η δρώσα το δρων
      γενική του δρώντος
& δρώντα
της δρώσας
& δρώσης*
του δρώντος
    αιτιατική τον δρώντα τη δρώσα το δρων
     κλητική δρων
& δρώντα
δρώσα δρων
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δρώντες οι δρώσες τα δρώντα
      γενική των δρώντων των δρωσών των δρώντων
    αιτιατική τους δρώντες τις δρώσες τα δρώντα
     κλητική δρώντες δρώσες δρώντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ῶν -ῶσα, -ῶν από συναίρεση -άων, -άουσα, -άον
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'κυβερνών', Κατηγορία όπως «κυβερνών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δρων: μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος δρω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δρῶν (συνηρημένη) μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος δράω

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈðɾon/

Μετοχή

δρων, δρώσα, δρων

  • (λόγιο) που δρα
      Εν αντιθέσει προς άλλα εμβληματικά διαβατήρια γεγονότα, όπως η γέννηση, η βάπτιση και ο γάμος, ο θάνατος δεν διαθέτει δρώντα πρωταγωνιστή, αλλά στη συνήθη εκδοχή του συνεπάγεται μικρό ή μεγάλο πλήθος τεθλιμμένων δευτεραγωνιστών και τριταγωνιστών ενώπιον ενός ασάλευτου καιμαργωμένου σώματος.
    Ανδρέας Γ. Μαρκαντωνάτος, Το πένθος ταιριάζει… στους ανθρώπους, Το Βήμα, 04/04/2019

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.