δρων
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δρων & δρώντας |
η | δρώσα | το | δρων |
| γενική | του | δρώντος & δρώντα |
της | δρώσας & δρώσης* |
του | δρώντος |
| αιτιατική | τον | δρώντα | τη | δρώσα | το | δρων |
| κλητική | δρων & δρώντα |
δρώσα | δρων | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δρώντες | οι | δρώσες | τα | δρώντα |
| γενική | των | δρώντων | των | δρωσών | των | δρώντων |
| αιτιατική | τους | δρώντες | τις | δρώσες | τα | δρώντα |
| κλητική | δρώντες | δρώσες | δρώντα | |||
| Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ῶν -ῶσα, -ῶν από συναίρεση -άων, -άουσα, -άον Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
| ομάδα 'κυβερνών', Κατηγορία όπως «κυβερνών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δρων: μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος δρω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δρῶν (συνηρημένη) μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος δράω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈðɾon/
Μετοχή
δρων, δρώσα, δρων
- (λόγιο) που δρα
- ※ Εν αντιθέσει προς άλλα εμβληματικά διαβατήρια γεγονότα, όπως η γέννηση, η βάπτιση και ο γάμος, ο θάνατος δεν διαθέτει δρώντα πρωταγωνιστή, αλλά στη συνήθη εκδοχή του συνεπάγεται μικρό ή μεγάλο πλήθος τεθλιμμένων δευτεραγωνιστών και τριταγωνιστών ενώπιον ενός ασάλευτου καιμαργωμένου σώματος.
Πηγές
- δρων - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.