μαργωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μαργωμένος | η | μαργωμένη | το | μαργωμένο |
| γενική | του | μαργωμένου | της | μαργωμένης | του | μαργωμένου |
| αιτιατική | τον | μαργωμένο | τη | μαργωμένη | το | μαργωμένο |
| κλητική | μαργωμένε | μαργωμένη | μαργωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μαργωμένοι | οι | μαργωμένες | τα | μαργωμένα |
| γενική | των | μαργωμένων | των | μαργωμένων | των | μαργωμένων |
| αιτιατική | τους | μαργωμένους | τις | μαργωμένες | τα | μαργωμένα |
| κλητική | μαργωμένοι | μαργωμένες | μαργωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μαργωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μαργώνω
Μετοχή
μαργωμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη μαργώνω
- ※ Εν αντιθέσει προς άλλα εμβληματικά διαβατήρια γεγονότα, όπως η γέννηση, η βάπτιση και ο γάμος, ο θάνατος δεν διαθέτει δρώντα πρωταγωνιστή, αλλά στη συνήθη εκδοχή του συνεπάγεται μικρό ή μεγάλο πλήθος τεθλιμμένων δευτεραγωνιστών και τριταγωνιστών ενώπιον ενός ασάλευτου και μαργωμένου σώματος. (Ανδρέας Γ. Μαρκαντωνάτος, Το πένθος ταιριάζει… στους ανθρώπους, Το Βήμα, 04/04/2019 )
Μεταφράσεις
μαργωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.