identifier

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

identifier (en)

  1. κάποιος που αναγνωρίζει
  2. ο προσδιοριστής
  3. το αναγνωριστικό
  4. (προγραμματισμός) αναγνωριστικό, όνομα ταυτοποίησης
      All JavaScript variables must be identified with unique names. These unique names are called identifiers. [1]
    «Όλες οι μεταβλητές JavaScript πρέπει να αναγνωρίζονται με μοναδικά ονόματα. Αυτά τα μοναδικά ονόματα ονομάζονται αναγνωριστικά.»
    δείτε επίσης: Identifier (computer languages) στην αγγλική Βικιπαίδεια

Πολυλεκτικοί όροι

  • identifier στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές

  1. (αγγλικά) JavaScript Variables. Πρόσβαση 2021-03-08.



Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

identifier < identification < λατινική identificare

Προφορά

ΔΦΑ : /i.dɑ̃.ti.fje/
 

Ρήμα

identifier (fr)

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.