δεσμευμένη λέξη
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- δεσμευμένη λέξη < → δείτε τις λέξεις δεσμευμένος και λέξη
Πολυλεκτικός όρος
δεσμευμένη λέξη θηλυκό
- (προγραμματισμός) αναγνωριστικό (identifier), που χρησιμοποιείται (πχ. στο συντακτικό ή ως εντολή) ή πρόκειται να χρησιμοποιηθεί στο μέλλον ή έχει δεσμευθεί για κάποιο λόγο, από μια γλώσσα προγραμματισμού και δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθεί σε ονόματα που ορίζονται από τον προγραμματιστή [1]
- Για παράδειγμα στη γλώσσα προγραμματισμού C η λέξη:
int, που ορίζει μεταβλητή ή η λέξηif, που είναι εντολή είναι δεσμευμένες - ※ Το goto στην Java είναι δεσμευμένη λέξη αλλά δεν χρησιμοποιείται ως εντολή. [2]
- Για παράδειγμα στη γλώσσα προγραμματισμού C η λέξη:
Συνώνυμα
- δεσμευμένο αναγνωριστικό
- λέξη-κλειδί (πχ. στις γλώσσες προγραμματισμού C, Python)
Υπερώνυμα
Υπώνυμα
- λέξη-κλειδί (πχ. στη γλώσσα προγραμματισμού Java)
-
Δεσμευμένη λέξη (υπολογιστές) στη Βικιπαίδεια

- δεσμευμένο μόρφημα (γλωσσολογία)
Μεταφράσεις
δεσμευμένη λέξη
Αναφορές
- «Εισαγωγή στις γλώσσες προγραμματισμού με τη γλώσσα C», σελ. 24-25, Τμήμα Μαθηματικών του Πανεπιστημίου Αιγαίου. πρόσβαση:27/09/2019
- Βασικά στοιχεία προγραμματισμού στη JAVA, σελ. 17. Προσπέλαση 2020-07-03.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.