δεσμευμένο μόρφημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δεσμευμένο μόρφημα τα δεσμευμένα μορφήματα
      γενική του δεσμευμένου μορφήματος των δεσμευμένων μορφημάτων
    αιτιατική το δεσμευμένο μόρφημα τα δεσμευμένα μορφήματα
     κλητική δεσμευμένο μόρφημα δεσμευμένα μορφήματα
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δεσμευμένο μόρφημα < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική bound morpheme,  δείτε τις λέξεις δεσμευμένος και μόρφημα

Ουσιαστικό

δεσμευμένο μόρφημα ουδέτερο

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.