διπλωματούχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διπλωματούχος | η | διπλωματούχος & διπλωματούχα |
το | διπλωματούχο |
| γενική | του | διπλωματούχου | της | διπλωματούχου & διπλωματούχας |
του | διπλωματούχου |
| αιτιατική | τον | διπλωματούχο | τη | διπλωματούχο & διπλωματούχα |
το | διπλωματούχο |
| κλητική | διπλωματούχε | διπλωματούχε & διπλωματούχα |
διπλωματούχο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διπλωματούχοι | οι | διπλωματούχοι & διπλωματούχες |
τα | διπλωματούχα |
| γενική | των | διπλωματούχων | των | διπλωματούχων | των | διπλωματούχων |
| αιτιατική | τους | διπλωματούχους | τις | διπλωματούχους & διπλωματούχες |
τα | διπλωματούχα |
| κλητική | διπλωματούχοι | διπλωματούχοι & διπλωματούχες |
διπλωματούχα | |||
| ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διπλωματούχος < διπλώματ(ος) + -ούχος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.