δάπεδον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
δᾰπεδο-
ονομαστική τὸ δάπεδον τὰ δάπεδ
      γενική τοῦ δαπέδου τῶν δαπέδων
      δοτική τῷ δαπέδ τοῖς δαπέδοις
    αιτιατική τὸ δάπεδον τὰ δάπεδ
     κλητική ! δάπεδον δάπεδ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δαπέδω
γεν-δοτ τοῖν  δαπέδοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δάπεδον < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

δάπεδον ουδέτερο

  1. επίπεδη επιφάνεια, δάπεδο όπως το πάτωμα δωματίου, το κατάστρωμα πλοίου
  2. έδαφος
  3. (γενικότερα) χώρα, τόπος
  4. (ειδικότερα, στον πληθυντικό)  δείτε τη λέξη δάπεδα (πεδιάδες)

  • ζάπεδον
  • διάπεδον

Παράγωγα

  • δαπενδόνδε

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη πέδον

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.