επιδαπέδιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιδαπέδιος η επιδαπέδια το επιδαπέδιο
      γενική του επιδαπέδιου της επιδαπέδιας του επιδαπέδιου
    αιτιατική τον επιδαπέδιο την επιδαπέδια το επιδαπέδιο
     κλητική επιδαπέδιε επιδαπέδια επιδαπέδιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιδαπέδιοι οι επιδαπέδιες τα επιδαπέδια
      γενική των επιδαπέδιων των επιδαπέδιων των επιδαπέδιων
    αιτιατική τους επιδαπέδιους τις επιδαπέδιες τα επιδαπέδια
     κλητική επιδαπέδιοι επιδαπέδιες επιδαπέδια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επιδαπέδιος < επι- + δάπεδο + -ιος

Επίθετο

επιδαπέδιος, -α, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.