δάπεδα
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈða.pe.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δά‐πε‐δα
Αρχαία ελληνικά (grc)
Προφορά
- ΔΦΑ : /dá.pe.da/ (αττική διάλεκτος του 5ου αιώνα πκε, με προσωδία δᾰπεδᾰ)
- ΔΦΑ : /ˈða.pe.ða/ (ελληνιστική κοινή του 4ου αιώνα κε, όπως και νέα ελληνικά) [1]
Ετυμολογία
- δάπεδα: κλιτικός τύπος & ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου δάπεδον στον πληθυντικό
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
δάπεδα ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του δάπεδον
Αναφορές
- δάπεδα στο αγγλικό Βικιλεξικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.