ενδοδαπέδιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ενδοδαπέδιος | η | ενδοδαπέδια | το | ενδοδαπέδιο |
| γενική | του | ενδοδαπέδιου | της | ενδοδαπέδιας | του | ενδοδαπέδιου |
| αιτιατική | τον | ενδοδαπέδιο | την | ενδοδαπέδια | το | ενδοδαπέδιο |
| κλητική | ενδοδαπέδιε | ενδοδαπέδια | ενδοδαπέδιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ενδοδαπέδιοι | οι | ενδοδαπέδιες | τα | ενδοδαπέδια |
| γενική | των | ενδοδαπέδιων | των | ενδοδαπέδιων | των | ενδοδαπέδιων |
| αιτιατική | τους | ενδοδαπέδιους | τις | ενδοδαπέδιες | τα | ενδοδαπέδια |
| κλητική | ενδοδαπέδιοι | ενδοδαπέδιες | ενδοδαπέδια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /en.ðo.ðaˈpe.ði.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εν‐δο‐δα‐πέ‐δι‐ος
Συγγενικά
- ενδοδαπέδιο
- επιδαπέδιος
- υποδαπέδιος
- → δείτε τις λέξεις ένδον και δάπεδο
Μεταφράσεις
ενδοδαπέδιος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.