γούρνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γούρνα | οι | γούρνες |
| γενική | της | γούρνας | — | |
| αιτιατική | τη | γούρνα | τις | γούρνες |
| κλητική | γούρνα | γούρνες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γούρνα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γούρνα < *γόρνη < ελληνιστική κοινή γρώνη (κοιλότητα)[1]

Γούρνες σε βράχο δίπλα στη θάλασσα.

Νεροχύτης με δύο γούρνες.
Ουσιαστικό
γούρνα θηλυκό
- φυσική εδαφική κοιλότητα, μικρών διαστάσεων, που συγκεντρώνει νερά
- τα βράχια στην παραλία είναι γεμάτα γούρνες από τις οποίες μπορείς να μαζέψεις δολώματα για ψάρεμα
- (ειδικότερα) κατασκευή, συνήθως λίγο υπερυψωμένη, για να ποτίζονται ζώα
- το πάνω, κοίλο τμήμα, του νιπτήρα ή του νεροχύτη, στο οποίο μαζεύεται νερό (αν κλείσουμε το στόμιο από το οποίο φεύγουν τα νερά)
- (ιδιωματικό, Ανατολική Θράκη) το μνήμα, ο τάφος[2]
Συγγενικά
- γουρνιάζω
Μεταφράσεις
γούρνα
|
|
Αναφορές
- γούρνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Δεληγιάννης, Β. (1934-35). "Γλωσσάριο του Δογάν-Κιοϊ-Μαλγάρων". Αρχείου του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού. 1. Αθήνα: Τυπογραφείον Σεργιάδου. σελ. 143-146.
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- γούρνα < ελληνιστική κοινή γρώνη ή γόρνη
Εκφράσεις
- γούρνα της βάπτισης
Πηγές
- γούρνα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.