γόητρο

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γόητρο < γοητεύω

Ουσιαστικό

γόητρο ουδέτερο

  • το κύρος που έχει κάποιος σε έναν τομέα, η υπόληψη, η καλή εικόνα που έχει ο κόσμος γι' αυτόν

Συγγενικά

 δείτε τη λέξη γόης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.