γόης
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- γόης < αρχαία ελληνική γόης
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈɣo.is/
Ουσιαστικό
γόης αρσενικό (θηλυκό: γόησσα)
- άντρας με μεγάλη γοητεία
- (παρωχημένο) γητευτής
- γόης φιδιών: Ινδός φακίρης που με τις κινήσεις ενός πνευστού μουσικού οργάνου κάνει τα φίδια να χορεύουν και τον κόσμο να πιστεύει ότι η κίνηση οφείλεται στη μουσική του
Συγγενικά
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
γόης < γοάω
Ουσιαστικό
γόης αρσενικό
- που εκβάλει γόους, που οδύρεται
- που μαγεύει
- (κατ’ επέκταση) τσαρλατάνος, αγύρτης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.