γλωσσαλγία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γλωσσαλγία | οι | γλωσσαλγίες |
| γενική | της | γλωσσαλγίας | των | γλωσσαλγιών |
| αιτιατική | τη | γλωσσαλγία | τις | γλωσσαλγίες |
| κλητική | γλωσσαλγία | γλωσσαλγίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γλωσσαλγία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γλωσσαλγία. Συγχρονικά αναλύεται σε γλωσσ- + -αλγία
- για τον ιατρικό όρο < λόγιο ενδογενές δάνειο: • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɣlo.salˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γλωσ‐σαλ‐γί‐α
Ουσιαστικό
γλωσσαλγία θηλυκό
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | γλωσσαλγίᾱ | αἱ | γλωσσαλγίαι |
| γενική | τῆς | γλωσσαλγίᾱς | τῶν | γλωσσαλγιῶν |
| δοτική | τῇ | γλωσσαλγίᾳ | ταῖς | γλωσσαλγίαις |
| αιτιατική | τὴν | γλωσσαλγίᾱν | τὰς | γλωσσαλγίᾱς |
| κλητική ὦ! | γλωσσαλγίᾱ | γλωσσαλγίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γλωσσαλγίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | γλωσσαλγίαιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Αντώνυμα
- γλωσσαργία, γλωτταργία
Συγγενικά
- γλωσσαλγέω, -ῶ
- γλωσσαλγής
- γλώσσαλγος
Πηγές
- γλωσσαλγία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γλωσσαλγία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.