πολυλαλία
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | πολυλαλίᾱ | αἱ | πολυλαλίαι | ||||
| γενική | τῆς | πολυλαλίᾱς | τῶν | πολυλαλιῶν | ||||
| δοτική | τῇ | πολυλαλίᾳ | ταῖς | πολυλαλίαις | ||||
| αιτιατική | τὴν | πολυλαλίᾱν | τὰς | πολυλαλίᾱς | ||||
| κλητική ὦ! | πολυλαλίᾱ | πολυλαλίαι | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πολυλαλίᾱ | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | πολυλαλίαιν | ||||||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- πολυλαλία < πολύλαλ(ος) + -ία. Μορφολογικά αναλύεται σε πολυ- + -λαλία
Πηγές
- πολυλαλία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.