μηδαμινός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μηδαμινός η μηδαμινή το μηδαμινό
      γενική του μηδαμινού της μηδαμινής του μηδαμινού
    αιτιατική τον μηδαμινό τη μηδαμινή το μηδαμινό
     κλητική μηδαμινέ μηδαμινή μηδαμινό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μηδαμινοί οι μηδαμινές τα μηδαμινά
      γενική των μηδαμινών των μηδαμινών των μηδαμινών
    αιτιατική τους μηδαμινούς τις μηδαμινές τα μηδαμινά
     κλητική μηδαμινοί μηδαμινές μηδαμινά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μηδαμινός < (ελληνιστική κοινή) μηδαμινός < αρχαία ελληνική μηδαμός < μηδέ + ἁμός

Επίθετο

μηδαμινός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.