οχληρός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | οχληρός | η | οχληρή | το | οχληρό |
| γενική | του | οχληρού | της | οχληρής | του | οχληρού |
| αιτιατική | τον | οχληρό | την | οχληρή | το | οχληρό |
| κλητική | οχληρέ | οχληρή | οχληρό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | οχληροί | οι | οχληρές | τα | οχληρά |
| γενική | των | οχληρών | των | οχληρών | των | οχληρών |
| αιτιατική | τους | οχληρούς | τις | οχληρές | τα | οχληρά |
| κλητική | οχληροί | οχληρές | οχληρά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- οχληρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀχληρός[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /o.xliˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐χλη‐ρός
Συγγενικά
Μεταφράσεις
οχληρός
|
Αναφορές
- οχληρός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.