οχληρός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οχληρός η οχληρή το οχληρό
      γενική του οχληρού της οχληρής του οχληρού
    αιτιατική τον οχληρό την οχληρή το οχληρό
     κλητική οχληρέ οχληρή οχληρό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οχληροί οι οχληρές τα οχληρά
      γενική των οχληρών των οχληρών των οχληρών
    αιτιατική τους οχληρούς τις οχληρές τα οχληρά
     κλητική οχληροί οχληρές οχληρά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

οχληρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀχληρός[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /o.xliˈɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: οχληρός

Επίθετο

οχληρός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.