γλοιός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γλοιός οι γλοιοί
      γενική του γλοιού των γλοιών
    αιτιατική τον γλοιό τους γλοιούς
     κλητική γλοιέ γλοιοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γλοιός < αρχαία ελληνική γλοιός

Ουσιαστικό

γλοιός αρσενικό

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

γλοιός < ίσως γλίχομαι, ίσως γλίσχρος, ίσως και κανένα από τα δύο

Ουσιαστικό

γλοιός αρσενικό

Επίθετο

γλοιός, ά, όν

  1. ολισθηρός, γλιστερός
  2. πανούργος, άπιστος

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.