γκρινιάρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γκρινιάρης | η | γκρινιάρα | το | γκρινιάρικο |
| γενική | του | γκρινιάρη | της | γκρινιάρας | του | γκρινιάρικου |
| αιτιατική | τον | γκρινιάρη | την | γκρινιάρα | το | γκρινιάρικο |
| κλητική | γκρινιάρη | γκρινιάρα | γκρινιάρικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γκρινιάρηδες | οι | γκρινιάρες | τα | γκρινιάρικα |
| γενική | των | γκρινιάρηδων | — | των | γκρινιάρικων | |
| αιτιατική | τους | γκρινιάρηδες | τις | γκρινιάρες | τα | γκρινιάρικα |
| κλητική | γκρινιάρηδες | γκρινιάρες | γκρινιάρικα | |||
| To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
| Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- γκρινιάρης < γκρίνι(α) + -άρης, και (ουσιαστικοποιημένο)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɡɾiˈɲa.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γκρι‐νιά‐ρης
Επίθετο
γκρινιάρης, -α, -ικο
- που γκρινιάζει συχνά, που παραπονιέται για τα πάντα
- ↪ «Η γκρινιάρα κατσίκα», τίτλος παραμυθιού από τη συλλογή ρώσικων παραμυθιών του Αλεξέι Νικολάγιεβιτς Τολστόι που μετέφρασε ο Γιάννης Ρίτσος το 1976.
- ↪ Δε μου αρέσει η παρέα του, είναι πολύ γκρινιάρης τύπος.
- ↪ (ως ουσιαστικό) Μην αφήνεις τον γκρινιάρη να χαλάσει τη διάθεσή σου!
Σύνθετα
Ουσιαστικό
γκρινιάρης αρσενικό
- (παιχνίδι) είδος επιτραπέζιου παιχνιδιού
- → δείτε και το κύριο όνομα Γκρινιάρης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.