γκρινιάρης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γκρινιάρης η γκρινιάρα το γκρινιάρικο
      γενική του γκρινιάρη της γκρινιάρας του γκρινιάρικου
    αιτιατική τον γκρινιάρη την γκρινιάρα το γκρινιάρικο
     κλητική γκρινιάρη γκρινιάρα γκρινιάρικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γκρινιάρηδες οι γκρινιάρες τα γκρινιάρικα
      γενική των γκρινιάρηδων των γκρινιάρικων
    αιτιατική τους γκρινιάρηδες τις γκρινιάρες τα γκρινιάρικα
     κλητική γκρινιάρηδες γκρινιάρες γκρινιάρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γκρινιάρης < γκρίνι(α) + -άρης, και (ουσιαστικοποιημένο)

Προφορά

ΔΦΑ : /ɡɾiˈɲa.ɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γκρινιάρης

Επίθετο

γκρινιάρης, -α, -ικο

Σύνθετα

Ουσιαστικό

γκρινιάρης αρσενικό

  1. (παιχνίδι) είδος επιτραπέζιου παιχνιδιού
  2.  δείτε και το κύριο όνομα Γκρινιάρης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.