γκρινιάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γκρινιάζω < (άμεσο δάνειο) ιταλική grign(are) + -άζω[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ɡɾiˈɲa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γκρινιάζω

Ρήμα

γκρινιάζω ( & γρινιάζω)

  1. παραπονιέμαι διαρκώς ή πάντως παραπάνω από το μέσο όρο
    • διαμαρτύρομαι για κάτι συγκεκριμένο, δυσανασχετώ με μουρμούρα, όχι επιθετικά και άμεσα, αλλά προσπαθώ να αλλάξω κάτι με το οποίο διαφωνώ χρησιμοποιώντας ως όπλο τη γρίνα μου
    • παραπονιέμαι επίμονα
      Ζεσταίνονται σε ίδια φωτιά / Στρώνονται στα χαστούκια / Γκρινιάζουν και ανασταίνονται (Γεώργιος Σαραντάρης, Οι Έλληνες, 1939)

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.