γκρινιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- γκρινιάζω < (άμεσο δάνειο) ιταλική grign(are) + -άζω[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɡɾiˈɲa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γκρι‐νιά‐ζω
Ρήμα
γκρινιάζω ( & γρινιάζω)
- παραπονιέμαι διαρκώς ή πάντως παραπάνω από το μέσο όρο
- διαμαρτύρομαι για κάτι συγκεκριμένο, δυσανασχετώ με μουρμούρα, όχι επιθετικά και άμεσα, αλλά προσπαθώ να αλλάξω κάτι με το οποίο διαφωνώ χρησιμοποιώντας ως όπλο τη γρίνα μου
- παραπονιέμαι επίμονα
- ※ Ζεσταίνονται σε ίδια φωτιά / Στρώνονται στα χαστούκια / Γκρινιάζουν και ανασταίνονται (Γεώργιος Σαραντάρης, Οι Έλληνες, 1939)
Αναφορές
- γκρινιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.