γκρινιάρικο

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

γκρινιάρικο

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του γκρινιάρης
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του γκρινιάρικος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.