Γκρινιάρης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Γκρινιάρης οι Γκρινιάρηδες
      γενική του Γκρινιάρη των Γκρινιάρηδων
    αιτιατική τον Γκρινιάρη τους Γκρινιάρηδες
     κλητική Γκρινιάρη Γκρινιάρηδες
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης (κλίση: μανάβης)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Γκρινιάρης < + -άρης  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Κύριο όνομα

Γκρινιάρης αρσενικό (θηλυκό Γκρινιάρη)

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.