γενναῖος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | γενναῖος | ἡ | γενναίᾱ & γενναῖος |
τὸ | γενναῖον |
| γενική | τοῦ | γενναίου | τῆς | γενναίᾱς & γενναίου |
τοῦ | γενναίου |
| δοτική | τῷ | γενναίῳ | τῇ | γενναίᾳ & γενναίῳ |
τῷ | γενναίῳ |
| αιτιατική | τὸν | γενναῖον | τὴν | γενναίᾱν & γενναῖον |
τὸ | γενναῖον |
| κλητική ὦ! | γενναῖε | γενναίᾱ & γενναῖε |
γενναῖον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | γενναῖοι | αἱ | γενναῖαι & γενναῖοι |
τὰ | γενναῖᾰ |
| γενική | τῶν | γενναίων | τῶν | γενναίων & γενναίων |
τῶν | γενναίων |
| δοτική | τοῖς | γενναίοις | ταῖς | γενναίαις & γενναίοις |
τοῖς | γενναίοις |
| αιτιατική | τοὺς | γενναίους | τὰς | γενναίᾱς & γενναίους |
τὰ | γενναῖᾰ |
| κλητική ὦ! | γενναῖοι | γενναῖαι & γενναῖοι |
γενναῖᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γενναίω | τὼ | γενναίᾱ & γενναίω |
τὼ | γενναίω |
| γεν-δοτ | τοῖν | γενναίοιν | τοῖν | γενναίαιν & γενναίοιν |
τοῖν | γενναίοιν |
| Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος. | ||||||
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'δίκαιος' όπως «γυναικεῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Επίθετο
γενναῖος, -α, -ον & -ος, -ος, -ον
- ευγενικής καταγωγής, από καλή, πλούσια γενιά αριστοκρατών
- ≠ αντώνυμα: ἀγεννής
- (για ζώα) καλοθρεμμένος
- (για πράγματα) εξαιρετικός
- υψηλόφρων
- ≠ αντώνυμα: ἀγεννής
- έντονος, μεγάλος, δυνατός (όπως για σεισμό)
Συγγενικά
με γενναι(ο)-
- γενναιάζω
- γενναΐζομαι
- γενναιοζωία
- γενναιοπρεπής
- γενναιοπρεπῶς
- Γενναῖος
- γενναιότης
- γενναιόφρων
- γενναίως
- φιλογενναῖος
→ και δείτε τη λέξη γεννάω με γενν-, & ομόρριζα γεν- γένος, γον- γόνος & γίγνομαι, γνήσιος
Αναφορές
- γενναίος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- γενναῖος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γενναῖος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.