γεννήτης

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

γεννήτης < γεννάω

Ουσιαστικό

γεννήτης-ου αρσενικό

  • στον πληθυντικό, οι γεννῆται, αρχηγοί γένους ή οικογενείας
  • εἰς τοὺς γεννήτας καὶ εἰς τοὺς φράτορας ἐνέγραψε


Σημειώσεις

Σημειώσεις

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.