γεννάτωρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | γεννάτωρ | οἱ | γεννάτορες |
| γενική | τοῦ | γεννάτορος | τῶν | γεννατόρων |
| δοτική | τῷ | γεννάτορῐ | τοῖς | γεννάτορσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸν | γεννάτορᾰ | τοὺς | γεννάτορᾰς |
| κλητική ὦ! | γεννᾶτορ | γεννάτορες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γεννάτορε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | γεννατόροιν | ||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό. | ||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «κτήτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.