γενετήρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- γενετήρ < γίγνομαι
Ουσιαστικό
γενετήρ-ῆρος αρσενικό ( και γενέτειρα το θηλυκό)
- ο πατέρας, ο γεννήτορας, αλλά και οι γονείς και οι πρόγονοι
- οὐδὲ τεοῦ πάππου θρόνος ἤρκεσεν, οὐ γενετῆρος ὄλβος (δεν βοήθησε ούτε ο πλούτος του παπού σου ούτε η ευλογία των γονιών -επίγραμμα, για παιδί που πέθανε)
- που γεννάει, προκαλεί, φέρνει
- τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας
Συγγενικά
- γενέσιος
- γενετή
- γενέτωρ, γεννήτωρ
- γενέτειρα
- Γενετυλλίς
- γενεά
- γόνος
- γονεύς
- γονή
- γόνιμος
- γεννάω ( ενεργητικός τύπος του γίγνομαι ίσως αρχικά γενενάω)
- γέννα
- γεννήτης (αρχηγός γένους) γεννητής (ο γονιός)
- γέννησις (η γέννηση, η παραγωγή)
- γενικός (από το γένος), γεννικός (ο γενναίος)
- γεννητός (θνητός) και γενητός (που προέρχεται, ξεκίνησε, πήρε αρχή από...)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.