γενετήρ

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

γενετήρ < γίγνομαι

Ουσιαστικό

γενετήρ-ῆρος αρσενικό ( και γενέτειρα το θηλυκό)

  1. ο πατέρας, ο γεννήτορας, αλλά και οι γονείς και οι πρόγονοι
    οὐδὲ τεοῦ πάππου θρόνος ἤρκεσεν, οὐ γενετῆρος ὄλβος (δεν βοήθησε ούτε ο πλούτος του παπού σου ούτε η ευλογία των γονιών -επίγραμμα, για παιδί που πέθανε)
  2. που γεννάει, προκαλεί, φέρνει
    τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.