γενέτειρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γενέτειρα οι γενέτειρες
      γενική της γενέτειρας των γενετειρών
    αιτιατική τη γενέτειρα τις γενέτειρες
     κλητική γενέτειρα γενέτειρες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γενέτειρα < (ελληνιστική κοινή) γενέτειρα < αρχαία ελληνική γενέτειρα, θηλυκό του γενετήρ, (η μητέρα αλλά και η γενέτειρα πόλη) < γίγνομαι

Ουσιαστικό

γενέτειρα θηλυκό

  1. η πόλη όπου γεννήθηκε κάποιος, η ιδιαίτερη πατρίδα του
  2. (μαθηματικά)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.