γενέτειρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γενέτειρα | οι | γενέτειρες |
| γενική | της | γενέτειρας | των | γενετειρών |
| αιτιατική | τη | γενέτειρα | τις | γενέτειρες |
| κλητική | γενέτειρα | γενέτειρες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γενέτειρα < (ελληνιστική κοινή) γενέτειρα < αρχαία ελληνική γενέτειρα, θηλυκό του γενετήρ, (η μητέρα αλλά και η γενέτειρα πόλη) < γίγνομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.