γονεύς
| Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια, ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. |
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | γονεύς | οἱ | γονεῖς - γονῆς* |
| γενική | τοῦ | γονέως | τῶν | γονέων |
| δοτική | τῷ | γονεῖ | τοῖς | γονεῦσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸν | γονέᾱ | τοὺς | γονέᾱς |
| κλητική ὦ! | γονεῦ | γονεῖς - γονῆς* | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γονῆ1 ή γονεῖ2 | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | γονέοιν | ||
| * αττικός τύπος 1 όπως στη Γραμματική του Smyth 2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου. | ||||
| 3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
γονεύς αρσενικό
- (οικογένεια) γονέας, γονιός, στον ενικό συχνά ο πατέρας
- ※ τὰς γυναῖκας ταύτας τῶν ἀνδρῶν τούτων πάντων πάσας [457d] εἶναι κοινάς, ἰδίᾳ δὲ μηδενὶ μηδεμίαν συνοικεῖν: καὶ τοὺς παῖδας αὖ κοινούς, καὶ μήτε γονέα ἔκγονον εἰδέναι τὸν αὑτοῦ μήτε παῖδα γονέα (Πλάτων, Πολιτεία)
- και τις γυναίκες θα τις έχουν κοινές όλοι οι άνδρες και δεν θα συγκατοικούν με καμία και θα αναθρέφουν κοινά τα παιδιά τους και ούτε ο πατέρας θα ξέρει ποιος είναι ο απόγονός του ούτε το παιδί θα γνωρίζει τον πατέρα
- ※ τὰς γυναῖκας ταύτας τῶν ἀνδρῶν τούτων πάντων πάσας [457d] εἶναι κοινάς, ἰδίᾳ δὲ μηδενὶ μηδεμίαν συνοικεῖν: καὶ τοὺς παῖδας αὖ κοινούς, καὶ μήτε γονέα ἔκγονον εἰδέναι τὸν αὑτοῦ μήτε παῖδα γονέα (Πλάτων, Πολιτεία)
- ο πρόγονος, αυτός από τον οποίο κάποιος έλκει την καταγωγή
- ※ Κροῖσος δὲ πέμπτου γονέος ἁμαρτάδα ἐξέπλησε, ὃς ἐὼν δορυφόρος Ἡρακλειδέων (Ηρόδοτος)
- ο Κροίσος πλήρωσε την αμαρτία που είχε διαπράξει ο πρόγονός του πριν από πέντε γενεές, ο οποίος αν και ήταν στη φρουρά των Ηρακλειδών...
- ※ Κροῖσος δὲ πέμπτου γονέος ἁμαρτάδα ἐξέπλησε, ὃς ἐὼν δορυφόρος Ἡρακλειδέων (Ηρόδοτος)
- (στον πληθυντικό), οι γονείς, μητέρα και πατέρας, αλλά και οι πρόγονοι
- ↪ τίκτουσιν δὲ γυναῖκες ἐοικότα τέκνα γονεῦσιν (Ησίοδος)
- ※ γονῆς γὰρ Ἔρωτος οὔτ᾽ εἰσὶν οὔτε λέγονται ὑπ᾽ οὐδενὸς οὔτε ἰδιώτου οὔτε ποιητοῦ (Πλάτων)
- γιατί ο Έρως δεν είχε γονείς ουτε αναφέρεται να είχε από κανέναν, ούτε ιδιώτη ούτε ποιητή
- το ζώο που γεννά ένα άλλο πλάσμα, σε σχέση με το μικρό του
- ↪ τῷ γονέι τιμωρέοντα ἔτι ἐν τῇ γαστρὶ ἐόντα τὰ τέκνα διεσθίει τὴν μητέρα (για φίδια, ο Ηρόδοτος)
Πηγές
- γονεύς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γονεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.