εθνικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εθνικότητα | οι | εθνικότητες |
| γενική | της | εθνικότητας | των | εθνικοτήτων |
| αιτιατική | την | εθνικότητα | τις | εθνικότητες |
| κλητική | εθνικότητα | εθνικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.θniˈko.ti.ta/
Ουσιαστικό
εθνικότητα θηλυκό
Μεταφράσεις
εθνικότητα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.