σαρκαστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σαρκαστικός η σαρκαστική το σαρκαστικό
      γενική του σαρκαστικού της σαρκαστικής του σαρκαστικού
    αιτιατική τον σαρκαστικό τη σαρκαστική το σαρκαστικό
     κλητική σαρκαστικέ σαρκαστική σαρκαστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σαρκαστικοί οι σαρκαστικές τα σαρκαστικά
      γενική των σαρκαστικών των σαρκαστικών των σαρκαστικών
    αιτιατική τους σαρκαστικούς τις σαρκαστικές τα σαρκαστικά
     κλητική σαρκαστικοί σαρκαστικές σαρκαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σαρκαστικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική sarcastique · σαρκασμός + -τικός

Επίθετο

σαρκαστικός -ή, -ό


Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.