γείωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γείωση οι γειώσεις
      γενική της γείωσης* των γειώσεων
    αιτιατική τη γείωση τις γειώσεις
     κλητική γείωση γειώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, γειώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γείωση < γειώ(νω) + -ση < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική earthing [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈʝi.o.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γείωση

Ουσιαστικό

γείωση θηλυκό

  • αγώγιμη σύνδεση με τη γη ή άλλο δοχείο μηδενικού δυναμικού

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

</references>

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.