toprak

Τουρκικά (tr)

Ετυμολογία

toprak < (κληρονομημένο) παλαιά τουρκική [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /tɔpˈɾɑk/
τυπογραφικός συλλαβισμός: toprak

Ουσιαστικό

toprak (tr)

  1. το χώμα, το λεπτόκοκκο στερεό υλικό που καλύπτει την επιφάνεια πλανητών
  2. ο αγρός, έκταση γης που μπορεί να καλλιεργηθεί
  3. το έδαφος, οποιοδήποτε τμήμα του εξωτερικού μέρους του στερεού φλοιού της Γης (ή άλλου ουράνιου σώματος)
  4. το έδαφος, η έκταση γης που ανήκει σε κράτος
  5. η γείωση, αγώγιμη σύνδεση με τη γη ή άλλο δοχείο μηδενικού δυναμικού

Κλίση

Παράγωγα

  • topraklama
  • topraklı
  • topraksız

Σύνθετα

Αναφορές

  1. toprak - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.