γειώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γειώνω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

γειώνω, πρτ.: γείωνα, στ.μέλλ.: θα γειώσω, αόρ.: γείωσα, παθ.φωνή: γειώνομαι, μτχ.π.π.: γειωμένος

  1. παρέχω ηλεκτρική γείωση σε κάποιο αντικείμενο
  2. (μεταφορικά) έχω γραμμένο κάποιον ή κάτι, αδιαφορώ πλήρως

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.