γαστρορραγία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γαστρορραγία | οι | γαστρορραγίες |
| γενική | της | γαστρορραγίας | των | γαστρορραγιών |
| αιτιατική | τη | γαστρορραγία | τις | γαστρορραγίες |
| κλητική | γαστρορραγία | γαστρορραγίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γαστρορραγία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική gastrorragie < αρχαία ελληνική γαστήρ + ῥήγνυμι
Ουσιαστικό
γαστρορραγία θηλυκό
- (ιατρική) αιμορραγία του στομάχου που οφείλεται σε πεπτικό έλκος, λήψη φαρμάκων, κιρσούς οισοφάγου, οισοφαγίτιδα και σε διάφορα νεοπλάσματα
Μεταφράσεις
γαστρορραγία
|
Πηγές
- γαστρορραγία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- γαστρορραγία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.