γαστήρ

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
γαστηρ- γαστερ- γαστρ-
ονομαστική γαστήρ αἱ γαστέρες
      γενική τῆς γαστρός
& ποιητικό: γαστέρος
τῶν γαστέρων
      δοτική τῇ γαστρῐ́
& ποιητικό: γαστέρ
ταῖς γαστρᾰ́σῐ(ν)
& ιωνικός γαστῆρσῐ
    αιτιατική τὴν γαστέρ τὰς γαστέρᾰς
     κλητική ! γαστήρ* γαστέρες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γαστέρε
γεν-δοτ τοῖν  γαστέροιν
* Η δοτική ενικού, όπως η ονομαστική (διαφορετικά από τα άλλα συγκοπτόμενα
όπου είναι όμοια με το αδύνατο θέμα).
3η κλίση, συγκοπτόμενα, Κατηγορία 'γαστήρ' όπως «γαστήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γαστήρ < λείπει η ετυμολογία
Συγγενή: γέμω, γάστρα και γέντα (έντερα)

Ουσιαστικό

γαστήρ θηλυκό

  1. (ανατομία) η κοιλιά, η γαστέρα
  2. η επιθυμία για φαγητό
  3. η μήτρα
    Ἡσαΐα χόρευε, ἡ Παρθένος ἔσχεν ἐν γαστρί, καὶ ἔτεκεν υἱὸν τὸν Ἐμμανουήλ, Θεόν τε καὶ ἄνθρωπον (ψαλμός) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Συγγενικά

  • (Χρειάζεται grc)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.