κιρσός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κιρσός οι κιρσοί
      γενική του κιρσού των κιρσών
    αιτιατική τον κιρσό τους κιρσούς
     κλητική κιρσέ κιρσοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κιρσός < αρχαία ελληνική κιρσός < προελληνική [1]
πόδι με κιρσούς

Ουσιαστικό

κιρσός αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κιρσός οἱ κιρσοί
      γενική τοῦ κιρσοῦ τῶν κιρσῶν
      δοτική τῷ κιρσ τοῖς κιρσοῖς
    αιτιατική τὸν κιρσόν τοὺς κιρσούς
     κλητική ! κιρσέ κιρσοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κιρσώ
γεν-δοτ τοῖν  κιρσοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κιρσός < προελληνική [1]

Ουσιαστικό

κιρσός αρσενικό

Αναφορές

  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.