κιρσός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κιρσός | οι | κιρσοί |
| γενική | του | κιρσού | των | κιρσών |
| αιτιατική | τον | κιρσό | τους | κιρσούς |
| κλητική | κιρσέ | κιρσοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
-
κιρσός στη Βικιπαίδεια

Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | κιρσός | οἱ | κιρσοί |
| γενική | τοῦ | κιρσοῦ | τῶν | κιρσῶν |
| δοτική | τῷ | κιρσῷ | τοῖς | κιρσοῖς |
| αιτιατική | τὸν | κιρσόν | τοὺς | κιρσούς |
| κλητική ὦ! | κιρσέ | κιρσοί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κιρσώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | κιρσοῖν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κιρσός < προελληνική [1]
Αναφορές
- Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
