γαμάτα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- γαμάτα < γαμάτος
Επίρρημα
γαμάτα (τροπικό)
- (μη λόγια έκφραση) χρησιμοποιείται για να περιγράψει θετικές ή ευχάριστες καταστάσεις, υπέροχα, περίφημα, πολύ ωραία, καταπληκτικά, εξαιρετικά
- περάσαμε γαμάτα στην εκδρομή.
αντώνυμη έκφραση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.