litter

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
litter litters

litter (en)

  • (μετρήσιμο) η γέννα, πλήθος μωρών ζώων που μια μητέρα γεννά την ίδια στιγμή
    ten little pigs in a litter - δέκα γουρουνάκια σε μια γέννα
    The dog had five puppies in one litter.
    H σκύλα έκανε πέντε σκυλάκια σε μία γέννα.

Ρήμα

ενεστώτας litter
γ΄ ενικό ενεστώτα litters
αόριστος littered
παθητική μετοχή littered
ενεργητική μετοχή littering

litter (en)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.