βύσσινος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βύσσινος | η | βύσσινη | το | βύσσινο |
| γενική | του | βύσσινου | της | βύσσινης | του | βύσσινου |
| αιτιατική | τον | βύσσινο | τη | βύσσινη | το | βύσσινο |
| κλητική | βύσσινε | βύσσινη | βύσσινο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βύσσινοι | οι | βύσσινες | τα | βύσσινα |
| γενική | των | βύσσινων | των | βύσσινων | των | βύσσινων |
| αιτιατική | τους | βύσσινους | τις | βύσσινες | τα | βύσσινα |
| κλητική | βύσσινοι | βύσσινες | βύσσινα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βύσσινος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βύσσινος < βύσσος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη βύσσινο
Μεταφράσεις
βύσσινος
|
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- βύσσινος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | βύσσινος | τὸ | βύσσινον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | βυσσίνου | τοῦ | βυσσίνου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | βυσσίνῳ | τῷ | βυσσίνῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | βύσσινον | τὸ | βύσσινον | ||
| κλητική ὦ! | βύσσινε | βύσσινον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | βύσσινοι | τὰ | βύσσινᾰ | ||
| γενική | τῶν | βυσσίνων | τῶν | βυσσίνων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | βυσσίνοις | τοῖς | βυσσίνοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | βυσσίνους | τὰ | βύσσινᾰ | ||
| κλητική ὦ! | βύσσινοι | βύσσινᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βυσσίνω | τὼ | βυσσίνω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | βυσσίνοιν | τοῖν | βυσσίνοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
βύσσινος < βύσσος (θηλυκό). Δε σχετίζεται με το βυσσός (αρσενικό).
Επίθετο
βύσσινος, -ος, -ον
- που έχει κατασκευαστεί από βύσσο
- (μεταφορικά) γλυκός, μαλακός λόγος
- (ελληνιστική σημασία) βυσσινής, πορφυρός ⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Β
- *<βύσσινα>· πορφυρᾶ [<βύσσινον>· πορφυρόν]
Παράγωγα
Πηγές
- βύσσινος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βύσσινος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.