αισχρολόγος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αισχρολόγος | η | αισχρολόγα | το | αισχρολόγο |
| γενική | του | αισχρολόγου | της | αισχρολόγας | του | αισχρολόγου |
| αιτιατική | τον | αισχρολόγο | την | αισχρολόγα | το | αισχρολόγο |
| κλητική | αισχρολόγε | αισχρολόγα | αισχρολόγο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αισχρολόγοι | οι | αισχρολόγες | τα | αισχρολόγα |
| γενική | των | αισχρολόγων | των | αισχρολόγων | των | αισχρολόγων |
| αιτιατική | τους | αισχρολόγους | τις | αισχρολόγες | τα | αισχρολόγα |
| κλητική | αισχρολόγοι | αισχρολόγες | αισχρολόγα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αισχρολόγος < (ελληνιστική κοινή) αἰσχρολόγος
Συγγενικά
- αισχρολόγημα
- αισχρολογία
- αισχρόλογο
- αισχρολογώ
- → δείτε τις λέξεις αισχρός και λέγω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.