βυζί

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βυζί τα βυζιά
      γενική του βυζιού των βυζιών
    αιτιατική το βυζί τα βυζιά
     κλητική βυζί βυζιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

βυζί < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βυζί(ν) < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή βύζιον, με πολλές εκδοχές ετυμολόγησης [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /viˈzi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βυζί

Ουσιαστικό

βυζί ουδέτερο

  • (οικείο ή χυδαίο) ο μαστός
    (στον πληθυντικό) βυζιά: το γυναικείο στήθος  δείτε και τη λέξη βυζά (και παράθεμα)

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
βυζ- 

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.